- νηοπορέω
- νηοπορέω (Α)(ποιητ. τ.) ταξιδεύω, πλέω, πορεύομαι με πλοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + -πορέω (< -πόρος), πρβλ. θαλασσο-πορέω, νυκτο-πορέω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνηοπόρει — νηοπορέω go by sea imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)